- φρέο(ν)
- το(χημ.), αέριο που εύκολα υγροποιείται και χρησιμοποιείται κυρίως ως ψυκτικό μέσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.